- οσμύλη
- ὀσμύλη, ἡ (Α)ο θαλάσσιος πολύποδας ελεδώνη, το μοσχοχτάποδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα -ύλη (πρβλ. κογχ-ύλη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀσμύλην — ὀσμύλη a strong smelling musky octopus fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσμύλος — Γένος νευρόπτερων εντόμων της οικογένειας των ημεροβιιδών. Είναι μεγάλα ωραία έντομα, που ζουν σε εύκρατες και θερμές χώρες. Έχουν στικτά δαντελλωτά φτερά και ζουν κοντά σε τρεχούμενα νερά, κάτω από φύλλα. Ο ο. ο στικτός αφθονεί στην κεντρική… … Dictionary of Greek
πολυποδίνη — ἡ, Α μικρό χταπόδι οσμύλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπους, οδος + επίθημα ίνη (πρβλ. αθερ ίνη, χοιρ ίνη)] … Dictionary of Greek
ὀσμύλαι — ὀσμύλᾱͅ , ὀσμύλη a strong smelling musky octopus fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)